- εξάφυλλος
- -η, -οαυτός που έχει έξι φύλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + φύλλον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάφυλλος — η, ο που αποτελείται από έξι φύλλα, που έχει έξι φύλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek